Τα Γιάννινα, ιδιαίτερα από τα μέσα του 17ου έως τα μέσα του 18ου αιώνα, αποτελούσαν την πνευματική πρωτεύουσα του υπόδουλου Γένους, όπου συντελέστηκε η λεγόμενη «Γιαννιώτικη Αναγέννηση».
Ο Επιφάνιος Ηγούμενος, μαθητής της πρώτης Σχολής των Ιωαννίνων, της Αγγελωνύμου Σχολής, με τον αδελφό του Γεώργιο, Επιστάτη της Αδελφότητος των Ελλήνων στη Βενετία, ιδρύουν το 1648, Σχολείο Κοινό, την φερώνυμο Επιφάνειο Σχολή.
Ο Μάνος Γγιόνμας (ή Εμμανουήλ Γκιούμας), στη Βενετία, στις 5 Νοεμβρίου 1676, με Συμβολαιογραφική Πράξη Δωρεάς εν ζωή, ορίζει τα κεφάλαια εκείνα της περιουσίας του «...δια την ίδρυσιν και συντήρησιν ενός Ιεροδιδασκαλείου εν Ιωαννίνοις...» της Σχολής Γκιούμα, με πρώτο διευθυντή της τον λόγιο Ιωαννίτη Βησσαρίωνα Μακρή (περ. 1635 - 1699 ) και μετέπειτα τον Μεθόδιο Ανθρακίτη (1715-1723). Όταν τη σκυτάλη αναλαμβάνουν οι Μπαλάνοι [Μπαλάνος Βασιλόπουλος (1723-1760), Κοσμάς Μπαλάνος (1760-1799) και οι αδελφοί του Κωνσταντίνος (1799-1818) και Αναστάσιος (1818-1820)], η Σχολή, προς τιμήν τους, μετονομάζεται σε Μπαλαναία.
Λίγο πριν την εκπνοή της Βενετικής κυριαρχίας, το 1742, ο Σίμος Μαρούτσης, τροποποιώντας τη βούληση του αδερφού του, Λάμπρου, για χρηματοδότηση τη Σχολής Γκιούμα/Μπαλαναίας, ιδρύει νέα Σχολή στα Γιάννενα. Η Σχολή πλέον ονομάζεται Μαρουτσαία ή Μαρούτσειος, με διευθυντή της τον Ευγένιο Βούλγαρη (1742-1746 & 1750-1753).
Σταθμό στη λειτουργία των Ιωαννίτικων Σχολών, αποτελεί το 1797 με την κατάρρευση της Βενετικής Τράπεζας και την εκπνοή της Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας. Η δέσμευση των καταθέσεων, των εν Βενετία Ιωαννινιωτών, καθιστούσε αδύνατη πλέον την οικονομική υποστήριξη των Σχολών τους.
Τη δυσπραγία αυτή θα καλύψουν, με τον πλέον πεφωτισμένο τρόπο, οι εμπορικοί κύκλοι της Ρωσίας και ιδιαίτερα της Νίζνα, ισχυρής ηπειρώτικης παροικίας, με την αφειδή διάθεση του ηπειρωτικού χρήματος για την Εθνική Ιδέα και τη σωτηρία της «Πότνιας Ελλάδος ». Ζώης Καπλάνης (1736-1806), ιδρυτής της Καπλανείου ή Πατριαρχικής Σχολής, το 1805 με Σχολάρχη της τον Αθανάσιο Ψαλίδα,
και η Αυταδελφότης των Ζωσιμάδων : Αναστάσιος (1754-1819), Νικόλαος (1758-1842), Θεοδόσιος (1760-1791), Ιωάννης (1752-1771), Μιχαήλ (1766-1809) και Ζώης (1764-1827).
Γεννήθηκαν μεταξύ 1752 και 1766 στα Ιωάννινα με καταγωγή από το Γραμμένο, ένα μικρό χωριό, έξω από τα Γιάννινα, από τον Χατζη-Παναγιώτη Ζωσιμά, εύπορο πραγματευτή και τη Μαργαρίτα Τσουκαλά, αρχοντοπούλα από τα Γιάννινα. Ήταν εννέα παιδιά, έξι αγόρια [ Ιωάννης, Αναστάσιος, Νικόλαος, Θεοδόσιος, Ζώης και Μιχαήλ] και τρία κορίτσια [Αλεξάνδρα, Ζωίτσα και Αγγελική].
Τα αγόρια υπήρξαν μαθητές της Μπαλαναίας Σχολής των Ιωαννίνων.
Πολύ νωρίς ακολούθησαν την εμπορική παράδοση της οικογένειας και εγκαταστάθηκαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας οι Θεοδόσιος, Νικόλαος και Μιχαήλ και στη Νίζνα οι Ζώης, Ιωάννης, Αναστάσιος.
Ο Ιωάννης Ζωσιμάς (1752-1771) πεθαίνει νεότατος (19 ετών) στη Νίζνα. Μετά και τον θάνατο του Θεοδόση (1760-1791), στο Λιβόρνο, οι Ζωσιμάδες Αναστάσιος (1754-1819), Νικόλαος [(1758-1842 Λιβόρνο (αρχικά) & Νίζνα (από το 1790 περίπου)] και Ζώης [(1764-1827) Νίζνα & Μόσχα] δραστηριοποιούνται πλέον όλοι στη Νίζνα.
Οι επιχειρηματικές-πρωτοποριακές για την εποχή τους-δράσεις, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές συνθήκες για την Ελληνική κοινότητα της Νίζνα, την εποχή της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, κόρης του Μεγάλου Πέτρου, των Ρομανώφ τους αποφέρουν τεράστια περιουσία. Διακατεχόμενοι από το πάθος της αγάπης προς την Πατρίδα και το Γένος, αποφασίζουν να διαθέσουν όλη την περιουσία τους για το σκοπό αυτό.
Μετά το θάνατο του Θεοδόση, ο οποίος τους άφησε Διαθήκη να ενισχύσουν τις Σχολές των Ιωαννίνων, διέθεσαν αστρονομικά ποσά για την σύσταση και την λειτουργία σχολείων και δημόσιων βιβλιοθηκών. Το 1799 χρηματοδότησαν την έκδοση πολλών βιβλίων. Μεγάλο ποσό διοχετεύτηκε για την έκδοση της «Ελληνικής Βιβλιοθήκης» του Αδαμάντιου Κοραή. Οι στενές σχέσεις φιλίας του Κοραή προς τους Ζωσιμάδες και προπαντός προς τον διαμένοντα στο Λιβόρνο, Μιχαήλ, ανάγονται το 1803, χρόνο που ο Κοραής εκφωνεί στο Παρίσι ενώπιων της Επιστημονικής Εταιρείας των Ανθρωποτηρητώντων και σε λίγο εκδίδει συνταχθέν μεν Γαλλιστί το «Περί της καταστάσεως και του πολιτισμού της Ελλάδος». Ο Μιχαήλ Ζωσιμάς [1766-1809, Λιβόρνο] διετέλεσε Επίτροπος, επί σειρά ετών, του Ελληνοσχολείου της Κοινότητας Λιβόρνου, Πρόξενος της Ιονίου Πολιτείας στο Λιβόρνο, μυημένος της Ελληνικής Εταιριστικής Κίνησης, διαποτισμένης από τις αρχές του Καρμποναρισμού, της μυστικής δηλ. αδελφότητας που υπήρξε η ψυχή του φιλελεύθερου και επαναστατικού κινήματος, το οποίο φούντωσε στα χρόνια της Ιεράς Συμμαχίας.
Στη σειρά «Ελληνική Βιβλιοθήκη», ο Κοραής θα κυκλοφορήσει, έως και το 1827, συλλογή αρχαίων κειμένων, τα οποία προλογίζει, εκθέτοντας τις απόψεις του για την Ελληνική παιδεία και γλώσσα και υποστηρίζοντας, με έμφαση, την ανάγκη για μετακένωση των ευρωπαϊκών ιδεών στα ελληνόφωνα σχολεία, με τη χρήση μιας λόγιας δημοτικής γλώσσας για τη διευκόλυνση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στα Ιωάννινα συνέβαλλαν, με τα υπέρογκα ποσά που διέθεσαν, στην ανέγερση Πτωχοκομείου, Ορφανοτροφείου και Σχολείου.
Με την εμφάνισή τους οι ευεργέτες αδελφοί Ζωσιμά, κατά την τελευταία και επιβλητικώτερη φάση του Ελληνικού Διαφωτισμού (τέλη 18ος/αρχές 19ου αι.) και διατεχόμενοι από το πάθος της αγάπης προς την Πατρίδα και το Γένος, πίστεψαν ότι «Όταν τα φώτα λάμψωσιν, η δουλεία εξ ανάγκης πρέπει να παύση... «Επιστήμαι και τυραννία ποτέ δεν συγκατοίκησαν ομού·...»
Παιδευτικές φιλοδοξίες της εποχής αυτής είναι η σύσταση νέων Σχολείων και η ενίσχυση των παλαιών, η έκδοση κλασικών συγγραμμάτων, καθώς και σχολικών και εκλαϊκευτικών βιβλίων. Αυτές ακριβώς τις φιλοδοξίες, εναγώνιο εθνικό αίτημα των καιρών, μετατρέπουν σε υπόθεση της ζωής τους, διαθέτοντας τον τεράστιο πλούτο τους «ως άλλοι ευεργετικοί φωστήρες η φιλογενεστάτη και γενναιοτάτη Αδελφότης των Ζωσιμάδων».
Το υπέρμετρο ενδιαφέρον τους για την εκπαίδευση αποδεικνύεται εμπράκτως και με τη στήριξη της Καποδιστριακής πολιτικής, σε θέματα εκπαίδευσης του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους. Ο Νικόλαος Ζωσιμάς, με την αποστολή βιβλίων και με σημαντικές χορηγίες αναδεικνύεται σπουδαίος αρωγός, στην εμψύχωση της Παιδείας στο Ελληνικό Έθνος.
Η Μεγάλη Εθνική Επανάσταση «παρείχε χρηστάς αλλά μάταιες ελπίδες και περί της απελευθέρωσης της Ηπείρου», την οποία οι ιδρυτές του Δημοσίου Γενικού Ελληνικού Σχολείου δεν έζησαν για να τη δουν. Ο Ζώης πεθαίνει το 1828 και ο Νικόλαος, τελευταίος επιζών της Αδελφότητας των Ζωσιμάδων, πεθαίνει στη Νίζνα στις 16 Φεβρουαρίου 1842.
Μακρόχρονη, περιπετειώδης και ταραχώδης η ιστορία της Σχολής, αλλά και της Βιβλιοθήκης. Από την ίδρυση της Σχολής, Σχολή και Βιβλιοθήκη ακολουθούν-ως επί τω πλείστον-κοινή πορεία, έως το 1938 όταν ιδρύεται, με Νόμο, η ανεξάρτητη Ζωσιμαία εν Ηπείρω Βιβλιοθήκη, η σημερινή Ζωσιμαία Δημόσια Κεντρική Ιστορική Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων.